- σιροπιάζω
- σιροπιάζω, σιρόπιασα, σιροπιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σιροπιάζω — και σοροπιάζω σιρόπιασα, ρίχνω σιρόπι: Σιροπιάζω το κανταΐφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιροπιάζω — και σοροπιάζω Ν [σιρόπι / σορόπι] 1. (μτβ.) διαβρέχω, περιχύνω γλύκισμα με σιρόπι 2. (αμτβ.) α) (για διάλυμα ζάχαρης και νερού ύστερα από βρασμό) γίνομαι σιρόπι, γίνομαι παχύρρευστος σαν σιρόπι β) (για γλύκισμα) διαβρέχομαι με σιρόπι, απορροφώ… … Dictionary of Greek
σοροπιάζω — Ν βλ. σιροπιάζω … Dictionary of Greek